Language: Greek

кататрого

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κατατρώγω
κατα-τρώγω (fut. κατατρώξομαι, aor. 2 κατέτραγον) съедать, поедать (τὰς ἰσχάδας Arph.; τὸ ἀνάρρινον Arst.; μήλου κυδωνίου Plut.).