Language: Greek

катастронними

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
καταστρώννῡμι
κατα-στρώννῡμι
1) устилать (πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη Diod.);
2) убивать, умерщвлять (τινα βέλει Eur.; πολλούς Xen.); pass. погибать (κατεστρώθησαν ἐν τῇ ἐρήμῳ NT).