Language: Greek

καταπέτασμα

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
καταπέτασμα
κατα-πέτασμα, ατος τό завеса NT.

Lemma καταπέτασμα

Wordforms and parallel words:

καταπετάσματος 2

Concordance: