Language: Greek

каталлила

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κατάλληλα
κατ-άλληλα adv.
1) одновременно (κ. Μακεδόνων μὲν ἀπὸ τῆς Ῥωμαίων φιλίας, Λακεδαιμονίων δὲ τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείας ἀποστάντων Polyb.);
2) последовательно (αἱ κ. γενόμεναι πράξεις Polyb.).