Language: Greek

κατακτάομαι

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κατακτάομαι
κατα-κτάομαι (fut. κατακτήσομαι, aor. κατεκτησάμην; aor. pass. κατεκτήθην) приобретать, завладевать (τὴν ἀρχήν Arst.; τὴν οἰκουμένην Plut.); в истор. врем. обладать, владеть (κράτος, νοῦν τινα Soph.; πλούτους Isocr.; βίον διπλοῦν Plat.; χῶραν Polyb.; ἡγεμονίαν Plut.).

Lemma κατακτάομαι

Wordforms and parallel words:

κατακτησομένους 1

Concordance: