κατάξει
καταξίαν
καταξύω
καταξιῶν
καταξιόω
καταξιοπιστεύομαι
καταξίως
καταξιωσάντων
καταξιώσας
καταξίωσις
καταξίωσον
καταξιῶσαι
καταξιωθῇ
καταξιωθῆναι
καταξιωθεῖσαν
καταξιωθῶσι
καταξιωθὲν
καταξιωθέντα
καταξηρανεῖ
κατάξηρος
καταξηραίνω
κατάξεις
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: