Language: Greek

κατακολουθέω

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κατακολουθέω
κατ-ακολουθέω
1) следовать, идти вслед (τινι NT);
2) следовать, сообразоваться (προῃρημένοις τινὸς περί τινος Polyb.; τῷ νόμῳ Plut.; τῇ διανοίᾳ τινός Sext.): κ. ταῖς τῶν τόπον ὀχυρότησιν Polyb. выбирать себе крепкие позиции.

Lemma κατακολουθέω

Wordforms and parallel words:

κατακολουθῆσαι 1
κατακολουθῶν 2
κατακολουθεῖν 2

Concordance: