καταβῶ
καταβοάω
καταβόησις
καταβοή
καταβοήσῃ
καταβοήσωσι
καταβοήσεται
καταβολή
καταβολῆς
Καταβῶμεν
καταβοώντων
καταβορβόρωσις
κατάβορρος
καταβοσκήσῃ
καταβοσκῆσαι
καταβόσκω
καταβώσομαι
καταβόστρῠχος
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: