Language: Greek

καταυγάζω

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
καταυγάζω
κατ-αυγάζω
1) озарять, освещать (ὁ ἥλιος καταυγάζει τινά Sext.; νέφος ὑπὸ φωτὸς καταυγαζόμενον Plut.);
2) med. созерцать, видеть (Ζᾶνα = Ζῆνα Anth.).

Lemma καταυγάζω

Wordforms and parallel words:

καταύγασον 1 озари (1) ѡ҆зарѝ (1)
καταυγάζεται 1
καταυγάζει 1
καταυγαζόμεθα 1

Concordance: