καρπῷ
καρπόβρωτόν
καρπογονία
καρπογονέω
καρπογένεθλος
καρπόδεσμα
κάρπωμά
καρπομᾰνής
καρπώμασιν
καρπώματα
καρπωμάτων
καρπώματος
καρπὸν
καρπόω
καρποποιός
καρπός
καρπός1
καρπός2
κάρπωσιν
κάρπωσις
καρπῶσαι
καρπώσεων
καρπώσεως
καρποτόκος
καρπωτὸν
καρπωτός
καρποτρόφος
καρποτελής
καρποφάγος
καρποφᾰγέω
καρποφύλας
καρποφόρα
καρποφορία
καρποφορίαν
καρποφορήσει
καρποφόρον
καρποφόρος
καρποφοροῦντα
καρποφορέω
καρποφθόρος
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: