DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > кари
 

κάρη

κάρυα

Καρίαν

καρύας

Καρυάτιδες

κᾰρυᾱτίζω

Κᾰρυᾶτις

καρήατος

Καριαθαρβοκ

Καριαθαρβοξεφερ

Καριαθβααλ

Καριαθιαριμ

Καριαθιαριν

Καριαθιαριος

Καριαθσωφαρ

Καριαθαιμ

κᾰρηβᾰρία

καρηβᾰρικός

κᾰρηβᾰρέω

κᾱρίδιον

Καρίη

καρυίνην

καρυίσκους

κᾰρύκη

κᾰρῡκεία

κᾰρύκινος

καρηκομόωντες

κᾰρῡκοποιέω

Κᾱρικός

Κᾱρικοεργής

κᾶρυξ

κᾱρύξω

κᾰρῡκεύω

Κᾱρίνη

κάρηνον

καρῆναι

κάρυον

κᾰρυοναύτης

Κάριος

καρυωτὰ

Καριωθ

κᾱρίς

κάρισο

Κάρησος

κᾱρύσσω

Κᾰρύστιος

Κάρυστος

κάρητος

Καρηε

καρίεντο

Language: Greek

кари

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κάρη
κάρη ἡ эп.-ион. = κάρα I.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak