Language: Greek

каллитэкнос

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
καλλίτεκνος
καλλί-τεκνος 2 (ῐ) имеющий прекрасных детей (καλλιτεκνοτέρα τῆς Νιόβης Luc.; καλλιτεκνότατος γενόμενος ἐκ γυναικὸς αὐτοῦ Plut.).