Language: Greek

ὑποδεξάμενος

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ὑποδεξάμενος
I ὑποδεξάμενος 3 ион. part. aor. med. к ὑποδείκνυμι.


II
ὑποδεξάμενος 3 part. aor. к ὑποδέχομαι.

Wordform ὑποδεξάμενος