ὑπείρ
ὑπειρ-
ὑπηργμένος
ὑπήρῐπον
ὑπήρεισμαι
ὑπήρεισεν
ὑπῆρξεν
ἠπείρῳ
ἠπειρογενής
ἠπειρόω
ἤπειρος
ἠπειρωτικόν
ἠπειρωτικός
ἠπειρώτης
ὑπῆρχον
ὑπῆρχε
ὑπῆρχεν
ὑπηρεσία
ὑπηρεσίαν
ὑπηρέσιον
ὑπηρέτας
ὑπηρέτει
ὑπηρετική
ὑπηρετικόν
ὑπηρετικός
ὑπηρέτημα
ὑπηρέτης
ὑπηρετήσει
ὑπηρέτησις
ὑπηρετῶν
ὑπηρετοῦσα
ὑπηρετοῦσιν
ὑπηρέται
ὑπηρετέω
ὑπηρέταις