DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > ипир
 

ὑπείρ

ὑπειρ-

ὑπηργμένος

ὑπήρῐπον

ὑπήρεισμαι

ὑπήρεισεν

ὑπῆρξεν

ἠπείρῳ

ἠπειρογενής

ἠπειρόω

ἤπειρος

ἠπειρωτικόν

ἠπειρωτικός

ἠπειρώτης

ὑπῆρχον

ὑπῆρχε

ὑπῆρχεν

ὑπηρεσία

ὑπηρεσίαν

ὑπηρέσιον

ὑπηρέτας

ὑπηρέτει

ὑπηρετική

ὑπηρετικόν

ὑπηρετικός

ὑπηρέτημα

ὑπηρέτης

ὑπηρετήσει

ὑπηρέτησις

ὑπηρετῶν

ὑπηρετοῦσα

ὑπηρετοῦσιν

ὑπηρέται

ὑπηρετέω

ὑπηρέταις

Language: Greek

ипир

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ὑπείρ
ὑπείρ эп.-ион. = ὑπέρ II.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak