εἴλη

Ἠλία

Ἡλιάδης

ἡλιάζομαι

Ἠλειακοί

ἡλιᾰκός

ἡλιάω

Ἠλίας

ἡλίᾰσις

ἡλιαστικός

ἡλιαστής

εἰλύαται

ὑληβάτης

ἠλίβᾰτος

ἠλύγη

ἴλιγξ

εἱλιγμός

εἴληγμαι

εἰληδόν

ὑλίζω

Ἰλήϊον

ὑλήεις

ἡλικία

ἡλικίαν

ἱλήκοιμι

Ἰλίκιος

ἡλῐκιώτης

ἱλήκῃσι

ὑληκοίτης

ἡλικίαις

ὑλικόν

ἡλίκος

εἰλικρίνεια

εἰλικρῐνής

εἰλικρῐνῶς

εἰλικρῐνέω

ἧλιξ

ἤλυξα

εἱλικτός

ἠληλάμην

εἰλήλουθα

εἰληλούθειν

εἴλημα

εἴλημμαι

εἰλιγγ-

ἰλιγγιάω

ἴλιγγος

ὑληνόμος

εἰλύω

Ἰλιο(ρ)ραίστας

ἡλιόβλητος

ἡλιώδης

Ἡλιόδωρος

ἡλιοειδής

ἰλυόεις

ἡλιοκᾱΐα

ἡλιοκᾰής

ἡλιοκάμῑνος

ἡλιομᾰνής

Ἴλιον

Εἰλιόνεια

ἡλιόομαι

ὑληωρός

Ἥλιος

ἡλίωσις

ἡλιοσκόπιον

ἡλιοσκεπής

ἡλιοστῐβής

ἡλιοστερής

ἡλιῶτις

ἡλιοτρόπιον

Ἡλιῶται

Ἰλιόθι

Ἰλιόθεν

Ἰλίπα

ἤλειψα

εἰλίπους

εἰλύς

Ἰλισ(σ)ός

Ἠλύσιος

εἴλησις

ἡλίσκος

εἰλυσπάομαι

ἰλύσπᾰσις

ἰλυσπαστικός

εἱλίσσω

Εἰλισσός

ἠλῐτόμηνος

ὑλητόμος

ἤλῐτον

ἠλῐτοεργός

εἱλίττω

ἤλῐτε

εἱλιτενής

Ἡλίου

Ἡλιουπολιῆται

Ἡλιούπολις

Ἡλιουπολῖται

εἴληφα

εἰλῡφάζω

εἰλῠφάω

ἠλιφάρμακος

ἵληθι

Ἱλείθυα

ἠλῐθιάζω

Εἰλείθυια

ἠλήθην

ἠλίθιον

ἠλῐθιόω

ἠλίθιος

ἠλῐθιότης

ἤλῠθον

ὑληφόρος

ἠλείφθην

εἴληφε

εἰληφέναι

εἱληθερέομαι

εἴληχα

εἱλίχατο

Ἡλιαία

Ἰλιεύς

Language: Greek

или

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
Ὓλη
Ὓλη (ῡ) ἡ Гила (город в южн. Беотии) Hom.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ὕλη
ὕλη, дор.
ὕλᾱ (ῡ) ἡ
1) лес Hom., Her., Thuc.;
2) кустарник (ὕλη ἢ κάλαμος … δένδρον δ᾽ οὐδέν Xen.);
3) дрова Hom., Her., Xen.;
4) строевой лес, лесные материалы Thuc., Plat.;
5) сырой материал Hom., Her.: ὕ. ἄψυχος Soph. безжизненный, т. е. необработанный материал;
6) филос. вещество, материя (ἡ ὕ. καὶ τὸ εἶδος Arst.);
7) тема, (исследуемый или описываемый) предмет: κατὰ τὴν ὑποκειμένην ὕλην Arst. в соответствии с заданной темой; πᾶσα ἡ τραγικὴ ὕ. Polyb. всевозможные трагические темы;
8) осадок, гуща, муть Arph.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἴλη
ἴλη, дор.
ἴλᾱ, ион.
εἴλη (ῑ) ἡ
1) группа (ἀνδρῶν Soph.); (небольшое) общество, компания (εὔφρονες ἶλαι Pind.);
2) стая (λεόντων Eur.);
3) воен. (тж. ἴ. ἱππέων Plut.) ила, отряд (преимущ. конный, численностью ок. 60 человек) (τεταγμένοι κατὰ ἴλας καὶ κατὰ τάξεις Xen.);
4) (в Спарте) ила, отряд спартанской молодежи Xen., Plut.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
εἵλη
εἵλη ἡ солнечное тепло Arph., Luc.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
εἴλη
εἴλη Her., Plut. = ἴλη.