δέν
δενδίλλω
δένδρα
δένδρει
δενδριᾰκός
δενδρήεις
δενδρίον
δενδρίτης
Δενδρῖται
δένδρῳ
δενδροβᾰτέω
δενδρώδης
δενδροκόμης
δενδρόκομος
δενδροκοπέω
δένδρον
δενδροπήμων
δένδρος
δενδρῶτις
δενδροτομέω
δενδρόφῠτος
δενδροφόρος
δένδρου
δένδρεον
δενδρεόθρεπτος
δένδρεσι
δαίνῡμι
Δενναβα
δεννάζω
δέννος
Δενεθι