Language: Greek

δαιμονίζομαι

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δαιμονίζομαι
δαιμονίζομαι
1) обожествляться Soph.;
2) Plut., NT = δαιμονάω.

Lemma δαιμονίζομαι

Wordforms and parallel words:

δαιμονιζομένους 1 бесноватых (1) бѣ́сны (1)
δαιμονίζεται 1 беснуется (1) бѣснꙋ́етсѧ (1)

Concordance: