Language: Greek

дэлтарион

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δελτάριον
δελτάριον τό писчая дощечка (ἐν ᾧ τὸ τῆς συγκλήτου δόγμα κατεγέγραπτο, v. l. κατατέτακτο Polyb.): δελτάρια τῶν ἐρωτικῶν Plut. любовные письма.