Language: Greek

дрэпо

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δρέπω
δρέπω (fut. δρέψομαι, aor. 1 ἔδρεψα, aor. 2 ἔδρᾰπον) срывать, собирать (med. φύλλα δρυός Hom.; ἄνθεα HH; med. ἄγρευμα ἀνθέων Plut.; τὴν κασίην Her.; καρπὸν ἀπὸ δένδρων Plat. - v. l. καταδρέπω; med. στεφάνως Theocr.; перен.: εὐζωᾶς ἄωτον Pind.; med. ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων τὰ μέλη Plat.: σοφίην Anth.): δ. λειμῶνα Arph. собирать цветы на лугу: αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι Aesch. обагрить себя братской кровью.