Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διέπω
δι-έπω (impf. διεῖπον)
1) делать, совершать, вести (τὸ πλεῖον πολέμοιο Hom.): γόοις διέπεσθαι Eur. разливаться в жалобах;
2) устраивать, создавать (ἱππιοχάρμας τε κλόνους πόλεών τ᾽ ἀναστάσεις Aesch.; ἀγῶνα ἐν Ὀλυμπίῃ Her.; ὁ τὸ σύμπαν διέπων θεός Arst.);
3) управлять, направлять, вести (τὰ πρήγματα Her.; τὴν ἀρχὴν ὡς ἐπίτροπος Plut.);
4) разгонять (σκηπανίῳ ἀνέρας Hom.).