Language: Greek

дипус

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δίπους
δί-πους 2, gen.
ποδος
1) двуногий (ζῷα Arst., Plut.): δ. λέαινα Aesch. = Κλυταιμνήστρα; δ. ἀγέλη Plat. = ἄνθρωποι; ὁ μῦς δ. Her. тушканчик (Dipus Aegypticus);
2) Plat. = διπόδης.