Δίκα
δῐκάζω
δῐκᾶν
δεικᾰνάω
δεικανάομαι
δῐκᾱνικά
δῐκᾱνική
δῐκᾱνικός
δικάρᾱνος
δικάρηνος
δίκασα
δῐκάσιμος
δῐκασπολίη
δῐκασπόλος
δίκασσα
δῐκαστική
δῐκαστικόν
δῐκαστικός
δῐκαστήρ
δῐκαστηρίδιον
δῐκαστήριον
δῐκαστής
δῐκάστρια
δικατάληκτος