Δίκα
δικάζειν
δικάζηται
δῐκάζω
δικαζόμενον
δικάζονται
δικάζωσιν
δικάζου
δικαζέσθω
δικάζεσθε
δῐκᾶν
δεικᾰνάω
δεικανάομαι
δῐκᾱνικά
δῐκᾱνική
δῐκᾱνικός
δικάρᾱνος
δικάρηνος
δίκας
δίκασα
δικάσαντας
Δικασάσθω
δικάσει
δῐκάσιμος
δικάσηται
δικάσω
Δίκασον
δῐκασπολίη
δῐκασπόλος
δίκασσα
δικαστὰς
δῐκαστική
δῐκαστικόν
δῐκαστικός
δικαστὴν
δῐκαστήρ
δῐκαστηρίδιον
Δικαστήριον
δῐκαστής
δῐκάστρια
δικαστοῦ
δικασταὶ
δικάσαι
δικατάληκτος