DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > дика
 

Δίκα

δικάζειν

δικάζηται

δῐκάζω

δικαζόμενον

δικάζονται

δικάζωσιν

δικάζου

δικαζέσθω

δικάζεσθε

δῐκᾶν

δεικᾰνάω

δεικανάομαι

δῐκᾱνικά

δῐκᾱνική

δῐκᾱνικός

δικάρᾱνος

δικάρηνος

δίκας

δίκασα

δικάσαντας

Δικασάσθω

δικάσει

δῐκάσιμος

δικάσηται

δικάσω

Δίκασον

δῐκασπολίη

δῐκασπόλος

δίκασσα

δικαστὰς

δῐκαστική

δῐκαστικόν

δῐκαστικός

δικαστὴν

δῐκαστήρ

δῐκαστηρίδιον

Δικαστήριον

δῐκαστής

δῐκάστρια

δικαστοῦ

δικασταὶ

δικάσαι

δικατάληκτος

Language: Greek

дика

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
δίκᾱ
δίκᾱ ἡ дор. = δίκη.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
Δίκα
Δίκα ἡ дор. = Δίκη.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak