διδοῖ
δείδια
διδοίην
δείδοικα
δοιδῡκοποιός
δοιδῠκοφόβα
δοίδυξ
δίδυμα
δῐδῠμάνωρ
δῐδῠμάων
δῐδῠμᾱτόκος
δίδυμοι
δίδυμνος
δῐδῠμογενής
διδύμων
δίδῠμος
δῐδῠμότης
δῐδῠμοτοκία
δῐδῠμοτόκος
δῐδῠμοτοκέω
διδύμου
διδυμεύουσαι
δειδίμεν
Δῐδῠμαῖον
Δῐδῠμαῖος
δειδιώς
διδοῖς
δείδισαν
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδιθι
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: