Language: Greek

диахорисма

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διαχώρισμα
δια-χώρισμα, ατος τό расселина, трещина (ἐν τῇ γῇ ὑπὸ σεισμῶν γιγνόμενα διαχωρίσματα Luc.).