Language: Greek

διαφερόντως

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διαφερόντως
δια-φερόντως
1) иначе, по-иному (δ. ἢ ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ Plat.);
2) выше, больше (τῶν ἄλλων Ἀθηναίων ἁπάντων Plat.);
3) в высшей степени, чрезвычайно (ἀδικεῖσθαι Thuc.; τιμᾶσθαι Arst.; δ. φιλότεκνος Plut.).

Lemma διαφερόντως

Wordforms and parallel words:

διαφερόντως 1

Concordance:

Wordform διαφερόντως

Lemmas:

διαφερόντως 1

In subcorpus: Show more ▼

Письмо Аристея 1 из 12932 ipm=77 freq stat

Concordance: