Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διατρέχω
δια-τρέχω (fut. διαδραμοῦμαι, aor. 2 διέδρᾰμον)
1) пробегать (ἰχθυόεντα κέλευθα Hom.; στρατόπεδον Thuc.; τὰ μεταξύ Plut.): διατρέχοντες ἀστέρες Arph. блуждающие звезды; ὅτι τάχιστα διαδραμεῖν τὸν λόγον Plat. поскорее произнести речь; ἅπαντα τὸν βίον διαδραμεῖν Plat. прожить свою жизнь до конца;
2) распространяться, проноситься (θροῦς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Plut.; νεφέλαι διέδραμον ἄλλυδις ἄλλαι Theocr.);
3) проделать: τὰ ἡδέα ἐν τῇ νεότητι διαοραμόντες Xen. испытав в юности наслаждения;
4) проникать (πληγὴ μέχρι τῶν κάτω διαδραμοῦσα Plut.).