Language: Greek

диасмихо

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διασμήχω
δια-σμήχω протирать, чистить (ἁλσὶν διασμηχθείς Arph.; τὸ ἔκπωμα ἐκτέτριπται καὶ διέσμηκται Plut.).