Language: Greek

диаптоэо

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διαπτοέω
δια-πτοέω, эп.
διαπτοιέω распугивать, разгонять (ἐπέεσσι γυναῖκας Hom.; φόβος διεπτόησε στρατόν Eur.; τὸ στράτευμα Plut.): δείσαντες διεπτοήθημεν Plat. мы в страхе убежали.