Language: Greek

диамэрисмос

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διαμερισμός
δια-μερισμός
1) раздел, распределение (δικαίως τόν διαμερισμὸν ποιεῖν Diod.);
2) раскол (οὐκ εἰρήνη, ἀλλὰ δ. NT).