Language: Greek

διαμερίζω

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διαμερίζω
δια-μερίζω разделять, распределять (τι Plat.; τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Arst.): διαμερισθεὶς κατὰ μῆνα Arst. распределенный помесячно; med. делить между собой (τὰ ἱμάτιά τινος NT).

Lemma διαμερίζω

Wordforms and parallel words:

διαμεμερισμένα 1

Concordance: