Language: Greek

диамфисвитэо

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διαμφισβητέω
δι-αμφισβητέω вести спор, спорить (πρὸς ἀλλήλους περί τινος Arst., Dem. и τινί τινος Plut.; πρός τι Arst.): τὰ διαμφισβητούμενα Dem. (sing. Polyb.) спорные вопросы.