Language: Greek

диаморфоо

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διαμορφόω
δια-μορφόω придавать образ, формировать (δρῦν ὥσπερ τρόπαιον, λέγει Πλάτων τὴν ὕλην διαμορφωθῆναι ὑπὸ τῆς ψυχῆς Plut.).