I δι-αμ-περές adv. 1) (на)сквозь, навылет (τοξευθεὶς δ. εἰς τὴν κεφαλήν
Xen.; δ. ἐληλάσθαι διά τι
Plat.);
2) сплошь, вплотную (σταυροὺς ἐλαύνειν
Hom.);
3) непрерывно, постоянно (ἔργα τιθέναι
Hom.; θάλλειν ἀγαθοῖσι
Hes.): ἤματα πάντα δ.
Hom. во все дни, (на)всегда.
II διαμπερές в знач. praep. cum gen. и acc. через, навылет (ἀσπίδος
и στέρνων
Soph.; βλῆσθαι κενεῶνα δ.
Hom.; δ. οὖς
Aesch.).