Language: Greek

диамбакс

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διαμπάξ
I δι-αμ-πάξ adv. (на)сквозь, навылет (τετρῶσθαι τὸν μηρὸν δ. Xen.; δ. διελαύνεσθαι Luc.).


II
διαμπάξ praep. cum gen.
1) через (ἰάπτειν Ἀσίδος δι᾽ αἴας Aesch.);
2) навылет (στέρνων δ. Aesch.).