διαλογή
διαλογίζοιτο
διαλογίζομαι
διαλογιζόμενος
διαλογίζονται
διαλογίζεσθαι
διαλογισάσθω
διαλόγισμα
διαλογισμοὶ
διαλογισμοῖς
διαλογισμῷ
διαλογισμὸν
διαλογισμός
διαλογισμοῦ
διαλογισμοὺς
διαλογιστική
διαλογιοῦνται
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: