Language: Greek

диалипсис

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διάληψις
διά-ληψις, εως
1) разветвление (διαλήψεις φλεβικαί Arst.);
2) отверстие (διὰ τὰς διαλήψεις Arst.);
3) различие (τοῦ πεισομένου καὶ τοῦ ποιήσοντος Arst.);
4) объем, размеры (μέγεθος καὶ δ. τῆς χώρας Diod.);
5) размах: οὐκ ἐκ καταφορᾶς, ἀλλ᾽ ἐκ διαλήψεως ταῖς μαχαίραις χρῆσθαι Polyb. не рубить, а колоть мечами;
6) суждение, мнение, решение (διάληψιν ποιεῖσθαι περί τινος Polyb.).
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διάλειψις
διάλειψις, εωςArst., Diog. L. = διάλειμμα.