Language: Greek

диаграмма

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διάγραμμα
διά-γραμμα, ατος τό
1) рисунок, изображение (τὰ ὑπὸ Δαιδάλου γεγραμμένα διαγράμματα Plat.);
2) чертеж, математическая фигура (μέχρι τῶν διαγραμμάτων γεωμετρίαν μανθάνειν Xen.; ὁ τοῦ διαγράμματος ἀριθμός Arst.; δ. μαθηματικόν Plut.);
3) геометрическая задача (ζητεῖν καὶ ἀναλύειν ὥσπερ δ. Arst.);
4) астрологическая таблица (δ. Χαλδαϊκόν Plut.);
5) муз. лад, тональность, гамма (ἓν καὶ ἀμετάβλητον δ. Plut.);
6) список, перечень (τῶν σκευῶν Dem.);
7) письменное распоряжение, указ (τὰ διαγράμματα τῶν ἀρχόντων Plut.).