Language: Greek

гэниитис

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
γενειήτης
γενειήτης, дор.
γενειήτᾱς, ου adj. m бородатый (Διὸς υἱός Theocr.; φιλοσοφίας υἱὸς λεγόμενος Luc.; τράγος Anth.).