Language: Greek

врихима

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
βρύχημα
βρύχημα, ατος (ῡ) τό рев (μυκηθμοὶ καὶ βρυχήματα Aesch.; β. μεμυγμένον ἀπειλαῖς Plut.).