βρᾰδύ
βρᾰδεῖα
βρᾰδυβάμων
βρᾰδύγλωσσος
βρᾰδύνοια
βρᾰδύνω
βρᾰδινός
βράδιον
βρᾰδυπειθής
βρᾰδυπλοέω
βρᾰδυπόρος
βρᾰδυπορέω
βρᾰδύπους
βραδύς
βρᾰδυσκελής
βράδιστος
βρᾰδῠτής
βρᾰδυτόκος