Language: Greek

ахир

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἄχειρ
ἄ-χειρ, χειρος adj. безрукий (ἄχειρα καὶ ἄποδα ζῷα Arst.; εἱκόνες Plut.): τὰ ἄχειρα τοῦ σώματος Xen. спина, тыл.