Language: Greek

ἀποτρεπτικός

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἀποτρεπτικός
ἀπο-τρεπτικός 3
1) отвращающий (θέαμα ἀποτρεπτικὸν τῶν δεινῶν Luc.);
2) разубеждающий (εἶδος τῶν λόγων Arst.).

Lemma ἀποτρεπτικός

Wordforms and parallel words:

ἀποτρεπτικόν 1 отгнания (1) ѿгна́тельнѣй (1)

Concordance: