Language: Greek

апомэтрэо

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἀπομετρέω
ἀπο-μετρέω отмеривать (τοὺς δακτυλίους μεδίμνοις Luc.; ἀπομετρεῖται τετράγωνος τόπος Polyb.; med. μεδίμνῳ τὸ ἀργύριον Xen.).