DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > амар
 

ἆμαρ

ἀμάρα

ἀμαράκινον

ἀμάρᾰκον

ἀμαράντινον

ἀμαράντινος

ἀμάραντος

ἀμάρη

ἀμᾰρῠγή

ἀμάρυγμα

Ἀμᾰρυγκεΐδης

Ἀμᾰρυγκεύς

Ἀμᾰρυνθίας

Ἀμάρυνθος

ἀμᾰρύσσω

ἁμαρτάνειν

ἁμαρτάνω

ἁμαρτάνοντας

ἁμαρτανόντων

ἁμαρτάνουσι

ἁμάρτανε

ἁμαρτάς

ἁμαρτῆ

ἁμαρτία

ἁμαρτίαν

ἁμαρτίας

ἁμάρτημα

ἁμαρτήμασιν

ἁμαρτήματα

ἁμαρτημάτων

ἁμαρτίνοος

ἁμαρτιῶν

ἀμαρτύρητος

ἀμάρτῠρος

ἁμαρτήσαντα

ἁμαρτήσει

ἁμαρτητικόν

ἁμαρτητικός

ἁμαρτίαι

ἁμαρτίαις

ἁμαρτωλή

ἁμαρτωλία

ἁμαρτωλοῖς

ἁμαρτωλῷ

ἁμαρτωλῶν

ἁμαρτωλός

ἁμαρτωλοῦ

ἁμαρτωλοὺς

ἁμαρτοεπής

Language: Greek

амар

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἆμαρ
ἆμαρ, ἄματος τό дор. = ἦμαρ.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak