DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > адо
 

ᾄδω

ᾁδοβάτης

ἀδοκίμαστος

ἀδόκιμος

ἀδόκητα

ἀδόκητον

ἀδόκητος

ἀδόξαστος

ἀδοξία

ἀδόξημα

ἀδοξοποιητός

ἄδοξος

ἀδοξέω

ἄδολον

ἄδολος

ἀδολεσχία

ἀδολεσχικόν

ἀδολέσχης

ἀδόλεσχόν

ἀδόλεσχος

ἀδολεσχέω

ἅδον

ἁδονά

Ἀδώνια

ἀδωνιασμός

Ἀδώνιοι

Ἀδώνιος

Ἄδωνις

ἀδόνητος

ἀδώρητος

ἀδορῠφόρητος

ἀδωροδόκητον

ἀδωροδόκητος

ἀδωρόδοκος

ἄδωρος

ἄδος

ἀδώτης

ἄδοτος

ᾁδοφοίτης

Language: Greek

адо

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ᾄδω
ᾄδω стяж. к ἀείδω.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak