Language: Greek

ἀδιήγητος

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἀδιήγητος
ἀ-διήγητος
2 неописуемый (ἡ τῶν ὅλων τάξις Xen.; τῆς πόλεως ἔκλυσις Dem.; ταραχὴ καὶ πτοία Plut.).

Lemma ἀδιήγητος

Wordforms and parallel words:

ἀδιηγήτων 1

Concordance: