DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > вос
 

βῶς

βῶσι

βόσις

βοσκάς

βοσκή

βόσκημα

βοσκήματα

βοσκημάτων

βόσκειν

βοσκήσω

βοσκήσουσιν

βοσκηθῇ

βοσκηθήσονται

βοσκηθήσεταί

βόσκω

βόσκων

βοσκός

βόσκουσιν

βόσκε

βόσκεσθαι

βόσκετε

Βοσορ

Βοσοραν

Βοσορρα

Βοσορρας

Βοσπορανός

Βοσπόριος

Βοσπορίτης

βόσπορον

Βόσπορος

βόστρυχοί

βοστρυχηδόν

βοστρύχον

βόστρῠχος

βοστρύχους

βωστρέω

βῶσαι

Language: Greek

вос

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
βῶς
βῶς дор. Theocr. = βοῦς (nom. sing. и acc. pl.).
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak