οὐρανῷ
οὐρανο-
οὐρᾰνογνώμων
οὐρᾰνογρᾰφία
οὐρανόδεικτος
οὐρᾰνομήκης
οὐρανῶν
οὐρᾰνόνῑκος
οὐρᾰνοποιΐα
οὐρᾰνοπετής
οὐρανός
οὐρανοστεγής
οὐρᾰνόθῐ
οὐρανόθεν
Lemmas:
Parallel words:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: