στεφάνῳ
στεφᾰνώδης
στεφανώμα
στεφανώματος
στέφανον
στεφανόω
στεφανόω
στεφᾰνοποιός
στεφᾰνοπλοκ-
στεφᾰνόπωλις
στέφανος
στεφάνωσον
στεφᾰνωτρίς
στεφανωθῆναι
στεφανωθήσεται
στεφανωθέντες
Lemmas:
Parallel words:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: