Language: Greek

συντρίβω

Lemma συντρίβω

Wordforms and parallel words:

συντετριμμένοις 1
συνέτριψας 2 сокрушил (2) сокрꙋши́лъ (1)
συντρίβων 1 сокрушая (1) сокрꙋша́ѧй (1)
σύντριψον 1 ниспровергни (1) сокрꙋшѝ (1)
συντριβήτωσαν 1
συντετριμμένον 1
συντετριμμένην 1

Concordance: